Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικοινωνέω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπίκοπος
ἐπικόπτω
ἐπικορύσσομαι
ἐπικοσμέω
ἐπίκοτος
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
View word page
ἐπικούρημα
ἐπικούρημα ἐπικούρημα, ατος, τό, from ἐπικουρέω protection, χιόνος against snow, Xen.
ShortDef
protection
Debugging
Headword:
ἐπικούρημα
Headword (normalized):
ἐπικούρημα
Headword (normalized/stripped):
επικουρημα
IDX:
12349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12352
Key:
e)pikou/rhma
Data
{'content': 'ἐπικούρημα\n ἐπικούρημα, ατος, τό,\n from ἐπικουρέω\n protection, χιόνος against snow, Xen.', 'key': 'e)pikou/rhma'}