Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικοινόω
ἐπίκοινος
ἐπικοινωνέω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπίκοπος
ἐπικόπτω
ἐπικορύσσομαι
ἐπικοσμέω
ἐπίκοτος
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
View word page
Ἐπικούρειος
Ἐπικούρειος Ἐπικούρειος, ον Epicurean, Anth.; οἱ Ἐπ. the Epicureans, Luc.
ShortDef
Epicurean
Debugging
Headword:
Ἐπικούρειος
Headword (normalized):
ἐπικούρειος
Headword (normalized/stripped):
επικουρειος
IDX:
12347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12350
Key:
*)epikou/reios
Data
{'content': 'Ἐπικούρειος\n Ἐπικούρειος, ον\n Epicurean, Anth.; οἱ Ἐπ. the Epicureans, Luc.', 'key': '*)epikou/reios'}