Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
View word page
ἀκρόλοφος
ἀκρόλοφος high-crested, peaked, Anth. as Subst. a mountain crest, Plut.

ShortDef

high-crested, peaked

Debugging

Headword:
ἀκρόλοφος
Headword (normalized):
ἀκρόλοφος
Headword (normalized/stripped):
ακρολοφος
IDX:
1234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1234
Key:
a)kro/lofos

Data

{'content': 'ἀκρόλοφος\n high-crested, peaked, Anth.\n as Subst. a mountain crest, Plut.', 'key': 'a)kro/lofos'}