Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
View word page
ἀκρολοφίτης
ἀκρολοφίτης from ἀκρόλοφος a mountaineer, Anth.

ShortDef

a mountaineer

Debugging

Headword:
ἀκρολοφίτης
Headword (normalized):
ἀκρολοφίτης
Headword (normalized/stripped):
ακρολοφιτης
IDX:
1233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1233
Key:
a)krolofi/ths

Data

{'content': 'ἀκρολοφίτης\n from ἀκρόλοφος\n a mountaineer, Anth.', 'key': 'a)krolofi/ths'}