Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικίχρημι
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλείω
ἐπικλείω
ἐπίκλημα
ἐπίκλην
ἐπίκληρος
ἐπικληρόω
ἐπίκλησις
ἐπίκλητος
ἐπικλινής
ἐπικλίνω
ἐπίκλοπος
ἐπικλύζω
ἐπίκλυσις
View word page
ἐπίκλημα
ἐπίκλημα ἐπίκλημα, ατος, τό, ἐπικαλέω an accusation, charge, Soph., Eur.
ShortDef
an accusation, charge
Debugging
Headword:
ἐπίκλημα
Headword (normalized):
ἐπίκλημα
Headword (normalized/stripped):
επικλημα
IDX:
12321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12324
Key:
e)pi/klhma
Data
{'content': 'ἐπίκλημα\n ἐπίκλημα, ατος, τό,\n ἐπικαλέω\n an accusation, charge, Soph., Eur.', 'key': 'e)pi/klhma'}