ἐπίκλημα
ἐπίκλημα
ἐπίκλημα, ατος, τό,
ἐπικαλέω
an accusation, charge, Soph., Eur.
{
"content": "ἐπίκλημα\n ἐπίκλημα, ατος, τό,\n ἐπικαλέω\n an accusation, charge, Soph., Eur.",
"key": "e)pi/klhma"
}