Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικίχρημι
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλείω
ἐπικλείω
ἐπίκλημα
ἐπίκλην
ἐπίκληρος
ἐπικληρόω
ἐπίκλησις
ἐπίκλητος
View word page
ἐπικίχρημι
ἐπικίχρημι aor1 ἐπ-έχρησα to lend, τί τινι Plut.

ShortDef

to lend

Debugging

Headword:
ἐπικίχρημι
Headword (normalized):
ἐπικίχρημι
Headword (normalized/stripped):
επικιχρημι
IDX:
12316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12319
Key:
e)piki/xrhmi

Data

{'content': 'ἐπικίχρημι\n aor1 ἐπ-έχρησα\n to lend, τί τινι Plut.', 'key': 'e)piki/xrhmi'}