Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικίχρημι
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλείω
ἐπικλείω
ἐπίκλημα
ἐπίκλην
ἐπίκληρος
ἐπικληρόω
View word page
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικινδυνεύομαι Pass. to be risked, Dem.

ShortDef

to be risked

Debugging

Headword:
ἐπικινδυνεύομαι
Headword (normalized):
ἐπικινδυνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επικινδυνευομαι
IDX:
12314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12317
Key:
e)pikinduneu/omai

Data

{'content': 'ἐπικινδυνεύομαι\n Pass. to be risked, Dem.', 'key': 'e)pikinduneu/omai'}