Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικεντρίζω
ἐπικεράννυμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικίχρημι
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλείω
ἐπικλείω
View word page
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρύκευμα ἐπικηρύκευμα, ατος, τό, from ἐπικηρυκεύω a demand by herald, Eur.
ShortDef
a demand by herald
Debugging
Headword:
ἐπικηρύκευμα
Headword (normalized):
ἐπικηρύκευμα
Headword (normalized/stripped):
επικηρυκευμα
IDX:
12310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12313
Key:
e)pikhru/keuma
Data
{'content': 'ἐπικηρύκευμα\n ἐπικηρύκευμα, ατος, τό,\n from ἐπικηρυκεύω\n a demand by herald, Eur.', 'key': 'e)pikhru/keuma'}