Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεράννυμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικίχρημι
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
View word page
ἐπίκηρος
ἐπίκηρος ἐπίκηρος, ον κήρ subject to death, perishable, Arist.
ShortDef
subject to death, perishable
Debugging
Headword:
ἐπίκηρος
Headword (normalized):
ἐπίκηρος
Headword (normalized/stripped):
επικηρος
IDX:
12308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12311
Key:
e)pi/khros
Data
{'content': 'ἐπίκηρος\n ἐπίκηρος, ον\n κήρ\n subject to death, perishable, Arist.', 'key': 'e)pi/khros'}