Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεράννυμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
ἐπικινδυνεύομαι
View word page
ἐπικερτομέω
ἐπικερτομέω fut. ήσω to mock, ἐπικερτομέων in mockery, Hom.; in milder sense, laughingly, Il. c. acc. to reproach one, Hdt.:— to teaze, plague, Theocr.

ShortDef

to mock

Debugging

Headword:
ἐπικερτομέω
Headword (normalized):
ἐπικερτομέω
Headword (normalized/stripped):
επικερτομεω
IDX:
12304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12307
Key:
e)pikertome/w

Data

{'content': 'ἐπικερτομέω\n fut. ήσω\n to mock, ἐπικερτομέων in mockery, Hom.; in milder sense, laughingly, Il.\n c. acc. to reproach one, Hdt.:— to teaze, plague, Theocr.', 'key': 'e)pikertome/w'}