Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεράννυμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικήδειος
ἐπικήριος
ἐπίκηρος
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
View word page
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρίζω fut. σω to apply the spur, Anth.

ShortDef

to apply the spur

Debugging

Headword:
ἐπικεντρίζω
Headword (normalized):
ἐπικεντρίζω
Headword (normalized/stripped):
επικεντριζω
IDX:
12300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12303
Key:
e)pikentri/zw

Data

{'content': 'ἐπικεντρίζω\n fut. σω\n to apply the spur, Anth.', 'key': 'e)pikentri/zw'}