Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγεῖον
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
View word page
ἀγγελίαρχος
ἀγγελίαρχος = ἀρχάγγελος, Anth.
ShortDef
archangel (only in LSJ supp)
Debugging
Headword:
ἀγγελίαρχος
Headword (normalized):
ἀγγελίαρχος
Headword (normalized/stripped):
αγγελιαρχος
IDX:
123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n123
Key:
a)ggeli/arxos
Data
{'content': 'ἀγγελίαρχος\n = ἀρχάγγελος, Anth.', 'key': 'a)ggeli/arxos'}