Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεράννυμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
View word page
ἐπικελαδέω
ἐπικελαδέω fut. ήσω to shout to, shout in applause, Il.

ShortDef

to shout to, shout in applause

Debugging

Headword:
ἐπικελαδέω
Headword (normalized):
ἐπικελαδέω
Headword (normalized/stripped):
επικελαδεω
IDX:
12295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12298
Key:
e)pikelade/w

Data

{'content': 'ἐπικελαδέω\n fut. ήσω\n to shout to, shout in applause, Il.', 'key': 'e)pikelade/w'}