Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελεύω
View word page
ἐπικατασφάζω
ἐπικατασφάζω Attic -ττω fut. ξω to slay upon or over, τινὰ τῷ νεκρῷ, ἑαυτὸν τῷ τύμβῳ Hdt.

ShortDef

to slay upon

Debugging

Headword:
ἐπικατασφάζω
Headword (normalized):
ἐπικατασφάζω
Headword (normalized/stripped):
επικατασφαζω
IDX:
12287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12290
Key:
e)pikatasfa/zw

Data

{'content': 'ἐπικατασφάζω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to slay upon or over, τινὰ τῷ νεκρῷ, ἑαυτὸν τῷ τύμβῳ Hdt.', 'key': 'e)pikatasfa/zw'}