Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
View word page
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικαταρριπτέω to throw down after, Xen.

ShortDef

to throw down after

Debugging

Headword:
ἐπικαταρριπτέω
Headword (normalized):
ἐπικαταρριπτέω
Headword (normalized/stripped):
επικαταρριπτεω
IDX:
12286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12289
Key:
e)pikatarripte/w

Data

{'content': 'ἐπικαταρριπτέω\n to throw down after, Xen.', 'key': 'e)pikatarripte/w'}