Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
ἐπίκειμαι
View word page
ἐπικατάρατος
ἐπικατάρατος ἐπι-κατάρᾱτος, ον yet more accursed, NTest.

ShortDef

yet more accursed

Debugging

Headword:
ἐπικατάρατος
Headword (normalized):
ἐπικατάρατος
Headword (normalized/stripped):
επικαταρατος
IDX:
12283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12286
Key:
e)pikata/ratos

Data

{'content': 'ἐπικατάρατος\n ἐπι-κατάρᾱτος, ον\n yet more accursed, NTest.', 'key': 'e)pikata/ratos'}