Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
ἐπίκαυτος
View word page
ἐπικαταπίπτω
ἐπικαταπίπτω fut. -πεσοῦμαι to throw oneself upon, Luc.

ShortDef

to throw oneself upon

Debugging

Headword:
ἐπικαταπίπτω
Headword (normalized):
ἐπικαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
επικαταπιπτω
IDX:
12282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12285
Key:
e)pikatapi/ptw

Data

{'content': 'ἐπικαταπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to throw oneself upon, Luc.', 'key': 'e)pikatapi/ptw'}