Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικατέχω
View word page
ἐπικαταμένω
ἐπικαταμένω fut. -μενῶ to tarry longer, Xen.
ShortDef
to tarry longer
Debugging
Headword:
ἐπικαταμένω
Headword (normalized):
ἐπικαταμένω
Headword (normalized/stripped):
επικαταμενω
IDX:
12281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12284
Key:
e)pikatame/nw
Data
{'content': 'ἐπικαταμένω\n fut. -μενῶ\n to tarry longer, Xen.', 'key': 'e)pikatame/nw'}