Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
ἐπικαταρριπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
View word page
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλαμβάνω fut. -λήψομαι to catch up, overtake, τινά Thuc., Plat.
ShortDef
to catch up, overtake
Debugging
Headword:
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταλαμβανω
IDX:
12279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12282
Key:
e)pikatalamba/nw
Data
{'content': 'ἐπικαταλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to catch up, overtake, τινά Thuc., Plat.', 'key': 'e)pikatalamba/nw'}