Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικαμπής
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμι
View word page
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταδαρθάνω aor2 -έδαρθον to fall asleep afterwards, Thuc., Plat.
ShortDef
to fall asleep afterwards
Debugging
Headword:
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταδαρθανω
IDX:
12275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12278
Key:
e)pikatadarqa/nw
Data
{'content': 'ἐπικαταδαρθάνω\n aor2 -έδαρθον\n to fall asleep afterwards, Thuc., Plat.', 'key': 'e)pikatadarqa/nw'}