Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικαλύπτω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταπίπτω
ἐπικατάρατος
View word page
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβάλλω fut. -καταβαλῶ to let fall down at a thing, τὰ ὦτα Xen.
ShortDef
to let fall down at
Debugging
Headword:
ἐπικαταβάλλω
Headword (normalized):
ἐπικαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επικαταβαλλω
IDX:
12273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12276
Key:
e)pikataba/llw
Data
{'content': 'ἐπικαταβάλλω\n fut. -καταβαλῶ\n to let fall down at a thing, τὰ ὦτα Xen.', 'key': 'e)pikataba/llw'}