Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικαίω
ἐπικαλαμάομαι
ἐπικαλέω
ἐπικαλύπτω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
View word page
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίδιος ἐπι-καρπίδιος, ον καρπός on fruit, Anth.

ShortDef

on fruit

Debugging

Headword:
ἐπικαρπίδιος
Headword (normalized):
ἐπικαρπίδιος
Headword (normalized/stripped):
επικαρπιδιος
IDX:
12270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12273
Key:
e)pikarpi/dios

Data

{'content': 'ἐπικαρπίδιος\n ἐπι-καρπίδιος, ον\n καρπός\n on fruit, Anth.', 'key': 'e)pikarpi/dios'}