Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίκαιρος
ἐπικαίω
ἐπικαλαμάομαι
ἐπικαλέω
ἐπικαλύπτω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
View word page
ἐπικαρπία
ἐπικαρπία καρπός the usufruct of a property, revenue, profit, opp. to the principal (τὰ ἀρχαῖα) , Dem.
ShortDef
the usufruct of a property, revenue, profit
Debugging
Headword:
ἐπικαρπία
Headword (normalized):
ἐπικαρπία
Headword (normalized/stripped):
επικαρπια
IDX:
12269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12272
Key:
e)pikarpi/a
Data
{'content': 'ἐπικαρπία\n καρπός\n the usufruct of a property, revenue, profit, opp. to the principal (τὰ ἀρχαῖα) , Dem.', 'key': 'e)pikarpi/a'}