Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιθύμημα
ἐπιθυμητής
ἐπιθυμητικός
ἐπιθυμίαμα
ἐπιθυμιάω
ἐπιθύνω
ἐπιθύω
ἐπιθύω
ἐπιθυμία
ἐπιθωρακίδιον
ἐπιθωρακίζομαι
ἐπιθωΰσσω
ἐπιίδμων
ἐπιίστωρ
ἐπικαθαιρέω
ἐπικαθεύδω
ἐπικάθημαι
ἐπικαθίζω
ἐπικαινόω
ἐπικαίνυμαι
ἐπικαίριος
View word page
ἐπιθωρακίζομαι
ἐπιθωρακίζομαι Mid. to put on oneʼs armour, Xen.

ShortDef

to put on one's armour

Debugging

Headword:
ἐπιθωρακίζομαι
Headword (normalized):
ἐπιθωρακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
επιθωρακιζομαι
IDX:
12248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12251
Key:
e)piqwraki/zomai

Data

{'content': 'ἐπιθωρακίζομαι\n Mid. to put on oneʼs armour, Xen.', 'key': 'e)piqwraki/zomai'}