Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιθυμέω
ἐπιθύμημα
ἐπιθυμητής
ἐπιθυμητικός
ἐπιθυμίαμα
ἐπιθυμιάω
ἐπιθύνω
ἐπιθύω
ἐπιθύω
ἐπιθυμία
ἐπιθωρακίδιον
ἐπιθωρακίζομαι
ἐπιθωΰσσω
ἐπιίδμων
ἐπιίστωρ
ἐπικαθαιρέω
ἐπικαθεύδω
ἐπικάθημαι
ἐπικαθίζω
ἐπικαινόω
ἐπικαίνυμαι
View word page
ἐπιθωρακίδιον
ἐπιθωρακίδιον ἐπι-θωρᾱκίδιον, ου, τό, a tunic worn over the θώραξ.

ShortDef

a tunic worn over the θώραξ

Debugging

Headword:
ἐπιθωρακίδιον
Headword (normalized):
ἐπιθωρακίδιον
Headword (normalized/stripped):
επιθωρακιδιον
IDX:
12247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12250
Key:
e)piqwraki/dion

Data

{'content': 'ἐπιθωρακίδιον\n ἐπι-θωρᾱκίδιον, ου, τό,\n a tunic worn over the θώραξ.', 'key': 'e)piqwraki/dion'}