Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
View word page
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθινιάζομαι ἀκροθίνια to take of the best, pick out for oneself, Eur.
ShortDef
to take of the best, pick out for oneself
Debugging
Headword:
ἀκροθινιάζομαι
Headword (normalized):
ἀκροθινιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ακροθινιαζομαι
IDX:
1225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1225
Key:
a)kroqinia/zomai
Data
{'content': 'ἀκροθινιάζομαι\n ἀκροθίνια\n to take of the best, pick out for oneself, Eur.', 'key': 'a)kroqinia/zomai'}