Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
View word page
ἀκρόδετος
ἀκρόδετος bound at the end or top, Anth.

ShortDef

bound at the end

Debugging

Headword:
ἀκρόδετος
Headword (normalized):
ἀκρόδετος
Headword (normalized/stripped):
ακροδετος
IDX:
1222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1222
Key:
a)kro/detos

Data

{'content': 'ἀκρόδετος\n bound at the end or top, Anth.', 'key': 'a)kro/detos'}