ἐπιθαλάμιος
ἐπιθαλάμιος
ἐπι-θᾰλάμιος, ον
θάλαμος
nuptial, Luc.: as Subst., ἐπιθαλάμιος, ὁ or ἡ (sub. ὕμνος or ᾠδή) , the bridal song, Theocr., Luc.
{ "content": "ἐπιθαλάμιος\n ἐπι-θᾰλάμιος, ον\n θάλαμος\n nuptial, Luc.: as Subst., ἐπιθαλάμιος, ὁ or ἡ (sub. ὕμνος or ᾠδή) , the bridal song, Theocr., Luc.", "key": "e)piqala/mios" }