Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιδινέω
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιώκω
ἐπίδοξος
ἐπιδορπίδιος
ἐπιδόρπιος
ἐπίδοσις
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδρομή
ἐπίδρομος
ἐπιδύω
ἐπιείκεια
ἐπιείκελος
ἐπιεικής
ἐπιεικτός
ἐπιέννυμι
View word page
ἐπιδουπέω
ἐπιδουπέω fut. ήσω to make a noise or clashing, τινι with a thing, Plut.
ShortDef
to make a noise
Debugging
Headword:
ἐπιδουπέω
Headword (normalized):
ἐπιδουπέω
Headword (normalized/stripped):
επιδουπεω
IDX:
12188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12191
Key:
e)pidoupe/w
Data
{'content': 'ἐπιδουπέω\n fut. ήσω\n to make a noise or clashing, τινι with a thing, Plut.', 'key': 'e)pidoupe/w'}