Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
View word page
ἀκροβόλος
ἀκροβόλος βάλλω act. a slinger, skirmisher.

ShortDef

a slinger, skirmisher

Debugging

Headword:
ἀκροβόλος
Headword (normalized):
ἀκροβόλος
Headword (normalized/stripped):
ακροβολος
IDX:
1219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1219
Key:
a)krobo/los

Data

{'content': 'ἀκροβόλος\n βάλλω\n act. a slinger, skirmisher.', 'key': 'a)krobo/los'}