Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιδίζημαι
ἐπιδικάζω
ἐπίδικος
ἐπιδινέω
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιώκω
ἐπίδοξος
ἐπιδορπίδιος
ἐπιδόρπιος
ἐπίδοσις
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδρομή
ἐπίδρομος
ἐπιδύω
ἐπιείκεια
ἐπιείκελος
View word page
ἐπιδορπίδιος
ἐπιδορπίδιος ἐπι-δορπίδιος, ον = ἐπιδόρπιος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιδορπίδιος
Headword (normalized):
ἐπιδορπίδιος
Headword (normalized/stripped):
επιδορπιδιος
IDX:
12185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12188
Key:
e)pidorpi/dios
Data
{'content': 'ἐπιδορπίδιος\n ἐπι-δορπίδιος, ον\n = ἐπιδόρπιος, Anth.', 'key': 'e)pidorpi/dios'}