Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
ἀκροκελαινιάω
View word page
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισις From ἀκροβολίζομαι a skirmishing, Xen., etc.
ShortDef
a skirmishing
Debugging
Headword:
ἀκροβόλισις
Headword (normalized):
ἀκροβόλισις
Headword (normalized/stripped):
ακροβολισις
IDX:
1217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1217
Key:
a)krobo/lisis
Data
{'content': 'ἀκροβόλισις\n From ἀκροβολίζομαι\n a skirmishing, Xen., etc.', 'key': 'a)krobo/lisis'}