Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
ἀκροθινιάζομαι
ἀκροθίνιον
View word page
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβολίζομαι ἀκροβόλος to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish, πρός τινα or absol., Thuc., Xen.:—metaph., ἀκρ. ἔπεσι Hdt.—The Act. in Anth.

ShortDef

to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish

Debugging

Headword:
ἀκροβολίζομαι
Headword (normalized):
ἀκροβολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ακροβολιζομαι
IDX:
1216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1216
Key:
a)kroboli/zomai

Data

{'content': 'ἀκροβολίζομαι\n ἀκροβόλος\n to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish, πρός τινα or absol., Thuc., Xen.:—metaph., ἀκρ. ἔπεσι Hdt.—The Act. in Anth.', 'key': 'a)kroboli/zomai'}