Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιδεικτικός
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδεσμεύω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδεύω
ἐπιδέχομαι
ἐπιδέω
ἐπιδέω
ἐπίδηλος
ἐπιδημεύω
ἐπιδημέω
View word page
ἐπίδεσμος
ἐπίδεσμος ἐπί-δεσμος, ὁ, an upper or outer bandage, Ar.

ShortDef

an upper or outer bandage

Debugging

Headword:
ἐπίδεσμος
Headword (normalized):
ἐπίδεσμος
Headword (normalized/stripped):
επιδεσμος
IDX:
12150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12153
Key:
e)pi/desmos

Data

{'content': 'ἐπίδεσμος\n ἐπί-δεσμος, ὁ,\n an upper or outer bandage, Ar.', 'key': 'e)pi/desmos'}