Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίδειγμα
ἐπιδείελος
ἐπιδείκνυμι
ἐπιδεικτέος
ἐπιδεικτικός
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδεσμεύω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδεύω
ἐπιδέχομαι
ἐπιδέω
View word page
ἐπιδεξιότης
ἐπιδεξιότης from ἐπιδέξιος ἐπιδεξιότης, ητος, dexterity, cleverness, Aeschin.
ShortDef
dexterity, cleverness
Debugging
Headword:
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized):
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized/stripped):
επιδεξιοτης
IDX:
12146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12149
Key:
e)pidecio/ths
Data
{'content': 'ἐπιδεξιότης\n from ἐπιδέξιος\n ἐπιδεξιότης, ητος,\n dexterity, cleverness, Aeschin.', 'key': 'e)pidecio/ths'}