ἐπιδεξιότης
ἐπιδεξιότης
from ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης, ητος,
dexterity, cleverness, Aeschin.
{
"content": "ἐπιδεξιότης\n from ἐπιδέξιος\n ἐπιδεξιότης, ητος,\n dexterity, cleverness, Aeschin.",
"key": "e)pidecio/ths"
}