Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
ἀκρόδρυα
ἀκροθιγής
View word page
ἀκροβολέω
ἀκροβολέω ἀκροβόλος to sling, Anth.

ShortDef

to sling

Debugging

Headword:
ἀκροβολέω
Headword (normalized):
ἀκροβολέω
Headword (normalized/stripped):
ακροβολεω
IDX:
1214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1214
Key:
a)krobole/w

Data

{'content': 'ἀκροβολέω\n ἀκροβόλος\n to sling, Anth.', 'key': 'a)krobole/w'}