Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιγράφω
ἐπίγρυπος
ἐπιδαίομαι
ἐπιδαίομαι
ἐπιδακρύω
ἐπιδάμναμαι
ἐπίδαμος
ἐπιδανείζω
ἐπιδαψιλεύω
ἐπιδεής
ἐπίδειγμα
ἐπιδείελος
ἐπιδείκνυμι
ἐπιδεικτέος
ἐπιδεικτικός
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
View word page
ἐπίδειγμα
ἐπίδειγμα ἐπίδειγμα, ατος, τό, ἐπιδείκνυμι a specimen, pattern, Xen., Plat.
ShortDef
a specimen, pattern
Debugging
Headword:
ἐπίδειγμα
Headword (normalized):
ἐπίδειγμα
Headword (normalized/stripped):
επιδειγμα
IDX:
12136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12139
Key:
e)pi/deigma
Data
{'content': 'ἐπίδειγμα\n ἐπίδειγμα, ατος, τό,\n ἐπιδείκνυμι\n a specimen, pattern, Xen., Plat.', 'key': 'e)pi/deigma'}