ἐπιδεής
ἐπιδεής
ἐπιδεής, ές
ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.
{ "content": "ἐπιδεής\n ἐπιδεής, ές\n ἐπιδέομαι\n in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.", "key": "e)pideh/s" }