Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
ἀκρογωνιαῖος
ἀκρόδετος
View word page
ἀκροβαφής
ἀκροβαφής βαφή tinged at the point, Anth.

ShortDef

tinged at the point

Debugging

Headword:
ἀκροβαφής
Headword (normalized):
ἀκροβαφής
Headword (normalized/stripped):
ακροβαφης
IDX:
1212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1212
Key:
a)krobafh/s

Data

{'content': 'ἀκροβαφής\n βαφή\n tinged at the point, Anth.', 'key': 'a)krobafh/s'}