Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκριτόμυθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
ἀκροβόλος
ἀκροβυστία
View word page
ἀκροατής
ἀκροατής ἀκροάομαι a hearer, Lat. auditor, Thuc., etc.: a disciple, Arist. a lecturer, Plut.
ShortDef
a hearer
Debugging
Headword:
ἀκροατής
Headword (normalized):
ἀκροατής
Headword (normalized/stripped):
ακροατης
IDX:
1210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1210
Key:
a)kroath/s
Data
{'content': 'ἀκροατής\n ἀκροάομαι\n a hearer, Lat. auditor, Thuc., etc.: a disciple, Arist.\n a lecturer, Plut.', 'key': 'a)kroath/s'}