Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγεῖον
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
View word page
ἀγγεῖον
ἀγγεῖον ἄγγος

ShortDef

vessel, reservoir

Debugging

Headword:
ἀγγεῖον
Headword (normalized):
ἀγγεῖον
Headword (normalized/stripped):
αγγειον
IDX:
121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n121
Key:
a)ggei=on

Data

{'content': 'ἀγγεῖον\n ἄγγος', 'key': 'a)ggei=on'}