Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιβλής
ἐπιβλύζω
ἐπιβοάω
ἐπιβοήθεια
ἐπιβοηθέω
ἐπιβόημα
ἐπιβόητος
ἐπιβολή
ἐπιβομβέω
ἐπιβόσκομαι
ἐπιβουκόλος
ἐπιβούλευμα
ἐπιβουλευτής
ἐπιβουλεύω
ἐπιβουλή
ἐπίβουλος
ἐπιβρέμω
ἐπιβριθής
ἐπιβρίθω
ἐπιβροντάω
ἐπιβρόντητος
View word page
ἐπιβουκόλος
ἐπιβουκόλος ἐπι-βουκόλος, ὁ, an over-herdsman, Od.

ShortDef

an over-herdsman

Debugging

Headword:
ἐπιβουκόλος
Headword (normalized):
ἐπιβουκόλος
Headword (normalized/stripped):
επιβουκολος
IDX:
12080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12083
Key:
e)pibouko/los

Data

{'content': 'ἐπιβουκόλος\n ἐπι-βουκόλος, ὁ,\n an over-herdsman, Od.', 'key': 'e)pibouko/los'}