Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκρις
ἀκριτόδακρυς
ἀκριτόμυθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκρόβολος
View word page
ἀκροατέον
ἀκροατέον verb. adj. of ἀκροάομαι one must listen to, τινός Ar.
ShortDef
one must give heed to
Debugging
Headword:
ἀκροατέον
Headword (normalized):
ἀκροατέον
Headword (normalized/stripped):
ακροατεον
IDX:
1208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1208
Key:
a)kroate/os
Data
{'content': 'ἀκροατέον\n verb. adj. of ἀκροάομαι\n one must listen to, τινός Ar.', 'key': 'a)kroate/os'}