Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιβιβάζω
ἐπιβιόω
ἐπιβλέπω
ἐπίβλεψις
ἐπίβλημα
ἐπιβλής
ἐπιβλύζω
ἐπιβοάω
ἐπιβοήθεια
ἐπιβοηθέω
ἐπιβόημα
ἐπιβόητος
ἐπιβολή
ἐπιβομβέω
ἐπιβόσκομαι
ἐπιβουκόλος
ἐπιβούλευμα
ἐπιβουλευτής
ἐπιβουλεύω
ἐπιβουλή
ἐπίβουλος
View word page
ἐπιβόημα
ἐπιβόημα ἐπιβόημα, ατος, τό, ἐπιβοάω a call or cry to one, Thuc.
ShortDef
a call
Debugging
Headword:
ἐπιβόημα
Headword (normalized):
ἐπιβόημα
Headword (normalized/stripped):
επιβοημα
IDX:
12075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12078
Key:
e)pibo/hma
Data
{'content': 'ἐπιβόημα\n ἐπιβόημα, ατος, τό,\n ἐπιβοάω\n a call or cry to one, Thuc.', 'key': 'e)pibo/hma'}