Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρίς
ἄκρις
ἀκριτόδακρυς
ἀκριτόμυθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβολέω
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
View word page
ἀκρόασις
ἀκρόασις ἀκροάομαι a hearing or listening, Thuc., etc. obedience to another, c. gen., Thuc.
ShortDef
a hearing
Debugging
Headword:
ἀκρόασις
Headword (normalized):
ἀκρόασις
Headword (normalized/stripped):
ακροασις
IDX:
1207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1207
Key:
a)kro/asis
Data
{'content': 'ἀκρόασις\n ἀκροάομαι\n a hearing or listening, Thuc., etc.\n obedience to another, c. gen., Thuc.', 'key': 'a)kro/asis'}