Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπηγκενίδες
ἐπηγορεύω
ἐπηετανός
ἐπήκοος
ἐπηλυγάζω
ἐπῆλυξ
ἐπηλυσία
ἐπήλυσις
ἔπηλυς
ἐπηλύτης
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπήν
ἐπῃόνιος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπήρεια
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπητής
View word page
ἐπημοιβός
ἐπημοιβός ἐπ-ημοιβός, όν ἀμείβω alternating, crossing, of door-bolts, Il. serving for change, χιτῶνες Od.

ShortDef

alternating, crossing

Debugging

Headword:
ἐπημοιβός
Headword (normalized):
ἐπημοιβός
Headword (normalized/stripped):
επημοιβος
IDX:
12039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12042
Key:
e)phmoibo/s

Data

{'content': 'ἐπημοιβός\n ἐπ-ημοιβός, όν\n ἀμείβω\n alternating, crossing, of door-bolts, Il.\n serving for change, χιτῶνες Od.', 'key': 'e)phmoibo/s'}