Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκριβολόγος
ἀκριβόω
ἀκριβῶς
ἀκριδοθήκη
ἀκρισία
ἀκρίς
ἄκρις
ἀκριτόδακρυς
ἀκριτόμυθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαφής
View word page
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυλλος φύλλον of undistinguishable, i. e. closely blending, leafage, Il.

ShortDef

of undistinguishable

Debugging

Headword:
ἀκριτόφυλλος
Headword (normalized):
ἀκριτόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
ακριτοφυλλος
IDX:
1202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1202
Key:
a)krito/fullos

Data

{'content': 'ἀκριτόφυλλος\n φύλλον\n of undistinguishable, i. e. closely blending, leafage, Il.', 'key': 'a)krito/fullos'}