Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπερεθίζω
ἐπερείδω
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
ἐπερύω
ἐπέρχομαι
ἐπερωτάω
ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπεσβολία
ἐπεσβόλος
View word page
ἐπερεθίζω
ἐπερεθίζω fut. σω to stimulate, urge on, Plut.
ShortDef
to stimulate, urge on
Debugging
Headword:
ἐπερεθίζω
Headword (normalized):
ἐπερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
επερεθιζω
IDX:
12007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12010
Key:
e)pereqi/zw
Data
{'content': 'ἐπερεθίζω\n fut. σω\n to stimulate, urge on, Plut.', 'key': 'e)pereqi/zw'}