Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπερεθίζω
ἐπερείδω
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
View word page
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξιακχάζω to shout in triumph over another, Aesch.

ShortDef

to shout in triumph over

Debugging

Headword:
ἐπεξιακχάζω
Headword (normalized):
ἐπεξιακχάζω
Headword (normalized/stripped):
επεξιακχαζω
IDX:
12000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12003
Key:
e)peciakxa/zw

Data

{'content': 'ἐπεξιακχάζω\n to shout in triumph over another, Aesch.', 'key': 'e)peciakxa/zw'}