Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεντέλλω
ἐπεντύω
ἐπεξάγω
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπερεθίζω
View word page
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξευρίσκω fut. -εξευρήσω to invent besides, Hdt.
ShortDef
to invent besides
Debugging
Headword:
ἐπεξευρίσκω
Headword (normalized):
ἐπεξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
επεξευρισκω
IDX:
11997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12000
Key:
e)peceuri/skw
Data
{'content': 'ἐπεξευρίσκω\n fut. -εξευρήσω\n to invent besides, Hdt.', 'key': 'e)peceuri/skw'}